- αβάντσα
- η και αβάντσο, τοβλ. αβάντζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταβολή — η, ΝΑ [προκαταβάλλω] καταβολή εκ τών προτέρων ενός χρηματικού ποσού, προπληρωμή νεοελλ. 1. πληρωμή μέρους ενός συμφωνημένου ποσού, μπροστάντζα, αβάντσα («έδωσε μια προκαταβολή για το οικόπεδο που αγόρασε») 2. το μέρος τού οφειλόμενου χρηματικού… … Dictionary of Greek